- χλαμυδοποιία
- χλαμυδοποιίᾱ , χλαμυδοποιίαmaking offem nom/voc/acc dualχλαμυδοποιίᾱ , χλαμυδοποιίαmaking offem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλαμυδοποιία — ἡ, Α η κατασκευή χλαμύδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλαμύς, ύδος + ποιία (< ποιός*)] … Dictionary of Greek
χλαμυδοποιίαν — χλαμυδοποιίᾱν , χλαμυδοποιία making of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαμυδουργία — ἡ, Α [χλαμυδουργός] χλαμυδοποιία* … Dictionary of Greek